κακοτεχνώ

κακοτεχνώ
(Α και κακοτεχνῶ, -έω) [κακότεχνος]
νεοελλ.
1. κατασκευάζω κάτι κακότεχνα
2. μιμούμαι άτεχνα έργο τέχνης
αρχ.
1. ενεργώ με δόλο και πονηρία, μεταχειρίζομαι κακά τεχνάσματα, είμαι πανούργος («κακοτεχνῶν δὲ φαίνει περὶ τὰς διαθήκας», Δημοσθ.)
2. (ρητ.) είμαι κακότεχνος, χρησιμοποιώ άκομψα τεχνάσματα
3. επιγρ. παραποιώ, κιβδηλεύω
4. διαστρέφω, παρερμηνεύω
5. παραπλανώ, εξαπατώ με τεχνάσματα («κακοτεχνεῑ τοὺς νέους», Αρισταιν.)
6. παθ. κακοτεχνοῡμαι, -έομαι
πλαστογραφούμαι, γίνομαι κατά μίμηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοτέχνῳ — κακότεχνος using evil practices masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτέχνημα — το (Α κακοτέχνημα) [κακοτεχνώ] νεοελλ. κακοφτειαγμένο έργο, έργο κακής τέχνης αρχ. κακό, φαύλο τέχνασμα …   Dictionary of Greek

  • κακοτεχνίζω — (Α) [κακότεχνος] κακοτεχνώ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”